ετερολεξία

ετερολεξία
ἑτερολεξία, ἡ (Μ) [ετερόλεκτος]
η έκφραση τής ίδιας έννοιας με άλλες λέξεις («κατὰ ἑτερολεξίαν τὸ αὐτὸ νόημα ἔφησεν»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”